- ναρκοθετώ
- ναρκοθέτησα, ναρκοθετήθηκα, ναρκοθετημένος, τοποθετώ νάρκες σε θάλασσα ή σε ξηρά: Η είσοδος του λιμανιού ναρκοθετήθηκε ή είναι ναρκοθετημένη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.